- αβλαστάρωτος
- η , ο не давший ветвей
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αβλαστάρωτος — η, ο [βλασταρώνω] 1. λέγεται για το φυτό που δεν έβγαλε ακόμα βλαστάρια 2. μτφ. άτεκνος, άκληρος … Dictionary of Greek
αβλαστάρωτος — η, ο αυτός που δεν έχει βγάλει βλαστάρια: Κοίταξε τα κλαδεμένα δέντρα κι είδε πως ήταν ακόμη αβλαστάρωτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αβλάστητος — η, ο (Α ἀβλάστητος, ον) αυτός που ακόμη δεν βλάστησε, δεν έβγαλε βλαστούς, αβλαστάρωτος, άβλαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀβλαστῶ < ἄβλαστος] … Dictionary of Greek